διανθράκωση

διανθράκωση
Φαινόμενο εμπλουτισμού της τύρφης σε άνθρακα, με παράλληλη μείωση των υπολοίπων συστατικών της (π.χ. υδρογόνου, οξυγόνου και αζώτου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”